- προφήτιδος
- προφή̱τιδος , προφῆτιςprophet's wifefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσθήτα — η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς) ένδυμα, ενδυμασία νεοελλ. (κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι) αρχ. μσν. 1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω») 2. το ένδυμα τού βαπτίσματος αρχ. φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» το ένδυμα τής προφήτιδος β)… … Dictionary of Greek